-
1 τμῆμα
τμῆμα, τό, das Geschnittene, Abgeschnittene, Abschnitt, Stück; Plat. oft, τὸ ἀπὸ τούτου τμῆμα, Polit. 267 b; Plut. Lys. 19 u. A.; – der Schnitt, Plat. εἰ μέγα γε ἢ βαϑὺ τὸ τμῆμα ἢ ἀλγεινόν, Gorg. 476 c.
-
2 τμήμα
-
3 τμῆμα
-
4 τμημα
-
5 τμῆμα
τμῆμα, τό, das Geschnittene, Abgeschnittene, Abschnitt; der Schnitt -
6 τμήμα
τό1) часть; кусок; раздел (в книге и т. п.); 2) часть, отдел; секция; сектор; отделение; отсек;εκπαιδευτικό τμήμα — учебная часть;
3) цех (на заводе, фабрике);4) участок; район;εκλογικό τμήμα — избирательный участок;
αστυνομικό τμήμα — полицейский участок;
5) воен, часть, подразделение; группа; команда;στρατιωτικό τμήμα — армейская часть;
6) мат. сегмент -
7 τμήμα
[тмима] ουσ. о. часть, отдел, отделение, секция, район, участок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τμήμα
-
8 τμήμα
[тмима] ουσ ο часть, отдел, отделение, секция, район, участок. -
9 τμήμα
-
10 τμῆμα
A part cut off, section, piece, Pl.Smp. 191d, al.; segment of a line, Id.R. 509d, Euc.2.11, etc.; of a circle (i.e. portion cut off by a chord), Arist.Metaph. 1035a34 (pl.), APr. 41b18, Mete. 343a12, Euc.3 Def.6, etc.; also of the portion cut off by radii, sector, τὰ ἀφαιρούμενα ὑπὸ τῶν ἐκ τοῦ κέντρου [τμήματα] Arist. Cael. 290a3, cf. Str.2.5.34; of lunes,ὁ τετραγωνισμὸς ὁ διὰ τῶν τμημάτων Arist.Ph. 185a16
; of segments of other figures cut off by straight lines or planes, Democr.155, Archim.Con.Sph.Prooem., al.; and of segments bounded by a circle and a circumscribed polygon, Papp.316.2. -
11 τμήμα
гранкаотcекодделение(κομμάτι) делГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τμήμα
-
12 τμήμα
1) département2) rayon3) section -
13 τμήμα
1) dział (m) rzecz.2) odcinek (m) rzecz.3) oddział (m) rzecz.4) przekrój (m) rzecz.5) rozdział (m) rzecz.6) sekcja (f) rzecz. -
14 τμήμα
1) odbor2) oddělení3) oddíl4) přihrádka5) průřez6) řez7) sekce8) úsek -
15 τμήμα
1) compartment2) section3) segmentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τμήμα
-
16 περί-τμημα
περί-τμημα, τό, das Abgeschnittene, Abfall beim Schneiden, Schnitz, übertr., καὶ κνίσματα λόγων, Plat. Hipp. mai. 304 a.
-
17 ἀπό-τμημα
ἀπό-τμημα, τό, der Abschnitt, Ausschnitt, Sp.
-
18 ἔν-τμημα
ἔν-τμημα, τό, der Einschnitt, Xen. Cyn. 2, 8.
-
19 ἔκ-τμημα
-
20 μέρος (τμήμα)
делГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέρος (τμήμα)
См. также в других словарях:
τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας … Dictionary of Greek
τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων … Dictionary of Greek
μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… … Dictionary of Greek
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek
απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek